- κηροπλαστώ
- κηροπλαστῶ -έω (Α) [κηροπλάστης]1. πλάθω κάτι με κερί2. πλάθω σαν με κερί3. μτφ. πλάθω, δημιουργώ4. (για μέλισσα) κατασκευάζω κηρήθρα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κηρός — ο (ΑΜ κηρός) το κερί τών μελισσών, λιπαρή, εύπλαστη και εύτηκτη ουσία που γίνεται σκληρή και εύθραυστη σε ψυχρό περιβάλλον, γνωστή κυρίως ως προϊόν τών μελισσών, από το οποίο αυτές κατασκευάζουν τις κηρήθρες τους («παῑς χερσὶ ταῑς ἑαυτοῡ κηρὸν… … Dictionary of Greek